- προπέμπουσι
- προπέμπωsend beforepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)προπέμπωsend beforepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομπηγορώσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προπέμπουσι» … Dictionary of Greek
προπέμπω — ΝΜΑ 1. συνοδεύω τιμητικά ώς ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ (α. «μέλη τής κυβερνήσεως θα προπέμψουν ώς το αεροδρόμιο τον επίσημο ξένο» β. «προπέμπετε τοῡτον μέλεσιν καὶ μολπαῑσιν κελαδοῡντες», Αριστοφ. γ. «προπέμπουσι… … Dictionary of Greek